προάγω — προάγω lead forward pres subj act 1st sg προάγω , προάγω lead forward pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάγω — προάγω, προήγαγα βλ. πίν. 135 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… … Dictionary of Greek
εκβιομηχανίζω — προάγω τη βιομηχανία χώρας ή περιοχής σε κύριο οικονομικό παράγοντα … Dictionary of Greek
προάγοντ' — προάγοντα , προάγω lead forward pres part act neut nom/voc/acc pl προάγοντα , προάγω lead forward pres part act masc acc sg προάγοντι , προάγω lead forward pres part act masc/neut dat sg προάγοντι , προάγω lead forward pres ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῆχθ' — προῆκτο , προάγω lead forward plup ind mp 3rd sg προῆκται , προάγω lead forward perf ind mp 3rd sg προῆχθε , προάγω lead forward plup ind mp 2nd pl προῆχθε , προάγω lead forward perf imperat mp 2nd pl προῆχθε , προάγω lead forward perf ind mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαξόμεθ' — προᾱξόμεθα , προάγνυμι break before aor subj mid 1st pl (epic) προᾱξόμεθα , προάγνυμι break before fut ind mid 1st pl προαξόμεθα , προάγω lead forward aor subj mid 1st pl (epic) προᾱξόμεθα , προάγω lead forward aor ind mid 1st pl (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάγετε — προά̱γετε , προάγω lead forward imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) προάγετε , προάγω lead forward pres imperat act 2nd pl προάγετε , προάγω lead forward pres ind act 2nd pl προάγετε , προάγω lead forward imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάξετε — προά̱ξετε , προάγνυμι break before aor subj act 2nd pl (epic) προά̱ξετε , προάγνυμι break before fut ind act 2nd pl προάξετε , προάγω lead forward aor subj act 2nd pl (epic) προά̱ξετε , προάγω lead forward aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάξομεν — προά̱ξομεν , προάγνυμι break before aor subj act 1st pl (epic) προά̱ξομεν , προάγνυμι break before fut ind act 1st pl προάξομεν , προάγω lead forward aor subj act 1st pl (epic) προά̱ξομεν , προάγω lead forward aor ind act 1st pl (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)